- ἔνθαλλος
- ἔνθαλλος, ον,A sprouting,
κριθή PAmh.2.133.4
(ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κριθή PAmh.2.133.4
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ένθαλλος — ἔνθαλλος, ον (Α) [θαλλός] αυτός που θάλλει, που βλαστάνει, που βρίσκεται σε θαλερότητα, θαλερός … Dictionary of Greek